- κεντρώ
- κεντρῶ, -όω (Α)βλ. κεντρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέντρω — κέντρον any sharp point neut nom/voc/acc dual κέντρον any sharp point neut gen sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντρόω furnish with a sting imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντρῳ — κέντρον any sharp point neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντρωι — κέντρῳ , κέντρον any sharp point neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
остьнъ — ОСТЬН|Ъ (12), А с. 1.Острие, шип: но да прославѧтсѧ хвалѧщеи. акы ѡстномь памѧтью на равна˫а встающеи. (κέντρῳ) ГБ к. XIV, 132г; того ради хвалѧтсѧ славѧщеи бо ихъ прославлени. i ˫ак(о) остномь памѧтью ихъ пострѣкаѥми. Там же, 133а; | образн.:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ARA — I. ARA Tria fuerunt Veterum in sacrificiis loca, per quae expiationem faciebant, Scrobiculus, quô Inferis: Ara, quâ terrestribus, et Altare seu Focus, quô Caelestibus factum est. Hinc Vir eruditus ad Iustinum l. 11. c. 5. Altare quid augustius et … Hofmann J. Lexicon universale
επισπέρχω — ἐπισπέρχω (Α) 1. επιταχύνω, επισπεύδω («ἵππους κέντρῳ ἐπισπέρχων», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ γρήγορα 3. ορμώ παράφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»] … Dictionary of Greek
κέντρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 91 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 27 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το … Dictionary of Greek
κέντρωση — η (Α κέντρωσις) [κεντρώ] νεοελλ. η τοποθέτηση στο κέντρο αρχ. νύξη, κέντηση, κέντρισμα … Dictionary of Greek
κατακεντρώ — κατακεντρῶ, όω (Α) κοσμώ με κέντρα, με οξείες εξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεντρῶ «εφοδιάζω με κεντρί» (εδώ «με οξείες προεξοχές») (< κέντρον «κεντρί»)] … Dictionary of Greek
κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… … Dictionary of Greek